- ξετιμώ
- -άω1. καθορίζω την τιμή ενός πράγματος, αποτιμώ κάτι2. εκτιμώ, υπολήπτομαι κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-τιμῶ (αόρ. εξετίμησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε]-)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξετιμώ — ξετίμησα 1. καθορίζω την τιμή πράγματος: Ο πραγματογνώμονας ξετίμησε τη ζημιά του αυτοκίνητου. 2. εκτιμώ, θεωρώ κάποιον άξιο τιμής: Τον ξετίμησε πολύ ο εργοδότης του για τη δουλειά που έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξετιμητής — ο [ξετιμώ] εκτιμητής … Dictionary of Greek